- κατοχή
- Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η αρχαία πόλη Οινιάδαι.
* * *ἡ (ΑΜ κατοχή) [κατέχω]το να έχει κάποιος κάτι στην εξουσία του, το να είναι κάποιος κύριος ενός πράγματος, η κτήση, η κυριότητανεοελλ.1. (νομ.) η φυσική εξουσία ενός προσώπου σε ένα αντικείμενο η οποία είναι άσχετη με το δικαίωμα κυριότητας2. η κατά τη χρονική περίοδο 1941-1944 υποδούλωση τής Ελλάδας από τις δυνάμεις τού Άξονα («στην κατοχή πεινάσαμε πολύ»)νεοελλ.-μσν.η κατάληψη μιας χώρας με πολεμικές επιχειρήσεις και η προσωρινή υποδούλωσή τηςαρχ.1. παρεμπόδιση, περιορισμός («συμφορήν ποιεύμενος μεγάλην τὴν ἑωυτοῡ κατοχὴν τὴν ἐν Σούσοισι», Ηρόδ.)2. φυλάκιση3. κώλυμα, εμπόδιο («ἀνείρξεις καὶ κατοχαί», Πλούτ.)4. επίσχεση, κράτημα («κατοχή τοῡ πνεύματος» — το κράτημα τής αναπνοής, Γαλ.)5. συγκράτηση στη μνήμη («τὰς μνήμας κατοχὰς μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι», Πλωτίν.)6. παρακράτηση ενός πράγματος7. κατανόηση («κατοχή κοινῶν τινων», Φιλόδ.)8. το να κατέχεται κάποιος από κάποια θεότητα, έμπνευση («ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα», Πλούτ.)9. είδος νόσου, η καταληψία.
Dictionary of Greek. 2013.